κατηγοροῖ

κατηγοροῖ
κατηγορέω
speak against
pres opt act 3rd sg (attic epic doric)
κατηγορέω
speak against
pres opt act 3rd sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατήγοροι — κατήγορος accuser masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Codex Cyprius — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 017 Name Cyprius Sign Ke Text Gospels Date …   Wikipedia

  • Codex Nanianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 030 Mark 5:18 (Tregelles facsimile edition) …   Wikipedia

  • СУДОПРОИЗВОДСТВО —    • Iudicium,          процесс.          a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 …   Реальный словарь классических древностей

  • осоужати — ОСОУЖА|ТИ (161), Ю, ѤТЬ гл. 1.Осуждать, порицать: Аште хочеши мѹчьны˫а болѣзни гонезнути. то никогоже не оклеветаи ни осѹжаи. Изб 1076, 72 об.; съборъ блаженыихъ оц҃ь… осѹжаѥть повелѣваѧ. не быти мьнѥ трии поставлѧющиихъ. (κατακρίνει) КЕ XII,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου …   Dictionary of Greek

  • κατηγορικός — ή, ό (Α κατηγορικός, ή, όν [κατήγορος] νεοελλ. φρ. (λογ.) α) «κατηγορική κρίση» η κρίση με την οποία διατυπώνεται κάποιο συμπέρασμα για ένα πρόσωπο, ένα πράγμα ή μια κατάσταση, η πρόταση στην οποία το υποκείμενο συνδέεται με το κατηγορούμενο με… …   Dictionary of Greek

  • μισθαρνώ — (Α μισθαρνῶ, έω) [μίσθαρνος] 1. (γενικά) λαμβάνω μισθό για εργασία που παρέχω («τί δέ; τὴν ἰατρικὴν μισθαρνητικήν, ἐάν ἰώμενός τις μισθαρνῇ;» Πλάτ.) 2. (ειδικά) πληρώνομαι, εξαγοράζομαι για να πράξω κάτι φαύλο και ανήθικο («ὁ μισθαρνῶν ὄχλος»,… …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • τίτας — ὁ, Α [τίνω] (δωρ. τ.) 1. τιμωρός, εκδικητής («τίτας φόνος», Αισχύλ.) 2. (στην Γορτυνία) άρχων που ασκούσε δικαστική εξουσία στους υπόλοιπους άρχοντες 5. (κατά τον Ησύχ.) «τίται εὔποροι ἤ κατήγοροι τῶν ἀρχόντων» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”